20 Νοεμβρίου 2014

Κοινωνική Ψυχολογία2 part2

ΔΙΑ / ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ
Η δια/του λόγου ψυχολογία εξετάζει πώς δομούνται τα συμβάντα στο κοινωνικό και
πολιτισμικό πεδίο καθώς επίσης και τις συνέπειες που έχει για την ψυχολογία η μελέτη των αναπαραστάσεων των ανθρώπων. Εστιάζει σε μεγάλο βαθμό στην καθημερινή αλληλεπίδραση, στη συνομιλία και στο λόγο, στις δραστηριότητες των ανθρώπων και στους πόρους από τους οποίους εξαρτώνται αυτές οι δραστηριότητες.
Η δια/του λόγου ψυχολογία μεταφέρει την έμφαση πέρα από τη φύση του στατικού υποκειμένου στις δυναμικές πρακτικές αλληλεπίδρασης.
Τα 3 βασικά στοιχεία είναι:
α)Κατασκευή: Η δια/του λόγου ψυχολογία επικεντρώνεται στη μελέτη του τρόπου με τον οποίο οι άνθρωπο κατασκευάζουν εκδοχές του κόσμου κατά τη διάρκεια των πρακτικών τους αλληλεπιδράσεων, καθώς επίσης και τη μελέτη του τρόπου με τον οποίο αυτές οι εκδοχές εγκαθιδρύονται ως σταθερές από τον ομιλητή.
β)Δράση: Η δια/του λόγου ψυχολογία εστιάζεται στη δράση και όχι στη νόηση. Οι διανοητές της ισχυρίζονται ότι οι άνθρωποι, μιλώντας ή γράφοντας, επιτελούν δράσεις και ότι η φύση των δράσεων μπορεί να αποκαλυφθεί μέσα από τη μελέτη του λόγου.
γ)Ρητορική: Η δια/του λόγου ψυχολογία υποστηρίζει ότι η κοινωνική ψυχολογία έχει υποτιμήσει την κεντρική σημασία της σύγκρουσης στην κοινωνική ζωή, καθώς επίσης και τη σημασία που δίνουν οι άνθρωποι στα ζητήματα του διακυβεύματος και του συμφέροντος. Οι ρητορικές αναλύσεις έχουν δείξει ότι οι εκδοχές πράξεων, χαρακτηριστικών του κόσμου που εκφράζουν με το λόγο οι άνθρωποι είναι συνήθως σχεδιασμένες για να αντιπαρατεθούν σε υφιστάμενες εναλλακτικές εκδοχές και είναι συστατικά μέρη επιχειρηματολογίας.

Αυταρχική προσωπικότητα
Ο Adorno και οι συνεργάτες του υποστήριξαν ότι ο τύπος της αυταρχικής προσωπικότητας ήταν πολύ πιθανότερο να εμφανίσει εθνοκεντρικές τάσεις. Η αυταρχική προσωπικότητα,με όρους ψυχοδυναμικούς,θεωρείται ότι χαρακτηρίζεται τόσο από σαδιστικές όσο και από μαζοχιστικές τάσεις. Οι ισχυροί, αυστηροί γονείς δημιουργούν παιδιά που μαθαίνουν γρήγορα να υποτάσσονται στην εξουσία και φοβούνται να ορθώσουν το ανάστημά τους. Τέτοια παιδιά αναπτύσσουν μαζοχιστικές τάσεις και δουλοπρέπεια, καθώς υποτάσσονται στους γονείς. Τα κριτήρια των γονέων εσωτερικεύονται περίπου ολοκληρωτικά και έτσι αναπτύσσεται ένα ισχυρό υπερεγώ,μια τιμωρητική συνείδηση και ένα αίσθημα ότι οι κοινωνικοί κανόνες θα πρέπει να τηρούνται αυστηρά. Ενσταλάζονται λοιπόν στο παιδί η σημασία της υπακοής και ο σεβασμός για τις κοινωνικές συμβάσεις. Το μοτίβο αυτό συνεχίζεται για όλη τη ζωή του: άλλες εξουσιαστικές μορφές θα αντικαταστήσουν τους γονείς και αναπτύσσουν σεβασμό προς ηγέτες που είναι εξίσου αυστηροί με τους γονείς. Ωστόσο η υπερβολική ενδοτικότητα δημιουργεί μνησικακία. Η εχθρότητα που δεν ξέσπασε ποτέ στους γονείς προβάλλεται σε άλλους στόχους (π.χ.μειονοτικές εθνοτικές ομάδες). O Adorno δεν υποστηρίζει ότι η προσωπικότητα και οι πρακτικές ανατροφής παιδιών γεννούν αυταρχικές και φασιστικές ιδεολογίες. Εισηγούνται ιδεολογίες που ταιριάζουν καλύτερα σε ορισμένους ανθρώπους εξαιτίας της ανατροφής τους.
Το κεντρικό πρόβλημα για τις αναλύσεις του ρατσισμού είναι η ερμηνεία της συλλογικής κοινωνικής δράσης. Αν και η θεωρία της αυταρχικής προσωπικότητας μπορεί να εξηγήσει τις πράξεις μερικών ατόμων, οι κριτικοί της επισημαίνουν ότι η θεωρία δεν είναι σε θέση να εξηγήσει το ρατσισμό σε μια κοινωνία. Είναι πρακτικά αδύνατο να υποστηρίξει κανείς ότι ένα ολόκληρο έθνος παρασύρεται από τον αντισημιτισμό εξαιτίας κοινών χαρακτηριστικών προσωπικότητας.

Η θεωρία των κοινωνικών αναπαραστάσεων
Η θεωρία των κοινωνικών αναπαραστάσεων είναι πιο περίπλοκη από τις υπόλοιπες θεωρίες των στάσεων. Αντί να θεωρεί ότι οι άνθρωποι απλώς αντιλαμβάνονται (σωστά ή λανθασμένα) τους κοινωνικούς του κόσμους, πραγματεύεται τους κόσμους αυτούς ως κατασκευασμένους. Η κοινωνική αναπαράσταση είναι ένας μηχανισμός για την επίτευξη της κατασκευής αυτής. Δίνει τη δυνατότητα στον άνθρωπο να νοηματοδοτήσει κάτι που ίσως να του είναι ανοικείο και να το αξιολογήσει. Για τον Moscovici η σκέψη και η κατανόηση βασίζονται στη λειτουργία των κοινωνικών αναπαραστάσεων. Κάθε κοινωνική αναπαράσταση αποτελείται από ένα μείγμα εννοιών και εικόνων. Αυτές οι κοινωνικές αναπαραστάσεις υπάρχουν τόσο στο μυαλό των ανθρώπων όσο και σε κυκλοφορία μέσα στην κοινωνία, όπου μεταβιβάζονται μέσα από συνομιλίες και κείμενα των ΜΜΕ.
Οι 3 λόγοι για τους οποίους οι κοινωνικές αναπαραστάσεις είναι πραγματικά κοινωνικές είναι :
1)Οι κοινωνικές αναπαραστάσεις γεννιούνται μέσα από την επικοινωνία. Είναι εγγενή στοιχεία της αποτελεσματικής επικοινωνίας. Όταν οι άνθρωποι αλληλεπιδρούν συζητώντας επιδίδονται ουσιαστικά σε μια διαδικασία οικοδόμησης κοινών εικόνων του κόσμου.
2)Οι κοινωνικές αναπαραστάσεις παρέχουν έναν κώδικα επικοινωνίας. Τα άτομα μπορούν ξεκάθαρα να κατανοούνται μεταξύ τους και οι συνομιλίες τους να κυλούν αβίαστα. Οι συναινετικές αναπαραστάσεις μπορούν να αποτελούν θέμα συζήτησης αλλά και να οδηγήσουν σε σύγκρουση μεταξύ ανθρώπων που έχουν διαφορετικές αναπαραστάσεις.
3)Οι κοινωνικές αναπαραστάσεις παρέχουν έναν τρόπο για τη διάκριση μεταξύ κοινωνικών ομάδων. Αποτελούν μια εξαιρετικής σημασίας ομογενοποιητική δύναμη για τις ομάδες, αφενός γιατί παρέχουν έναν τυπικό κώδικα επικοινωνίας, αφετέρου γιατί οι άνθρωποι που μοιράζονται αναπαραστάσεις συμφωνούν σε ζητήματα κατανόησης και αξιολόγησης διαστάσεων του κόσμου.
Με τη διαδικασία της αγκυροβόλησης, η νέα εμπειρία εκχωρείται σε μια κατηγορία ή σε ένα στοιχεία μιας υπάρχουσας αναπαράστασης. Στην πράξη αυτό σημαίνει ότι η εμπειρία αυτή θα τοποθετηθεί στο εννοιολογικό πλαίσιο που την κάνει να μοιάζει περισσότερο οικεία. Η νέα εμπειρία μετασχηματίζεται σε συγκεκριμένο στοιχείο της αναπαράστασης στην οποία έχει αγκυροβοληθεί. Οι έννοιες της αγκυροβόλησης και της αντικειμενοποίησης έχουν εξαιρετική σημασία για τη θεωρία των κοινωνικών αναπαραστάσεων, καθώς η θεωρία αυτή έχει ως στόχο τη θεωρητική επεξήγηση της αλλαγής και την κατάδειξη του υτρόπου με τον οποίο συνδέονται στάσεις, ομάδες και αναπαραστάσεις.

4 προβλήματα σχετικά με τις στάσεις
1)Μοναδισμός: Οι στάσεις στην παραδοσιακή έρευνα θεωρούνται διασκορπισμένες στα κεφάλια των ανθρώπων. Οι διανοητές της θεωρίας των στάσεων όμως υποστηρίζουν ότι παρουσιάζονται με συστηματικό τρόπο. Υπήρξαν επίσης έρευνες σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο σχετίζονται οι στάσεις μεταξύ τους. Οι διανοητές της θεωρίας των στάσεων όμως δεν προχώρησαν στη διατύπωση μιας πετυχημένης θεωρητικής εξήγησης των σχέσεων αυτών.
2)Ατομικισμός: Το δεύτερο πρόβλημα με την παραδοσιακή έρευνα των στάσεων είναι η παραδοχή της ότι οι στάσεις είναι ατομικές κτήσεις και άρα καλύτερος τρόπος να μελετηθούν είναι μέσα από την εξέταση των ατόμων. Όπως συμβαίνει και με το ζήτημα του μοναδισμού, οι ερευνητές των στάσεων δεν είναι ανυποψίαστοι όσον αφορά τα σχετικά προβλήματα. Το πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι διανοητές της θεωρίας των στάσεων είναι πώς να εξηγήσουν την ύπαρξη κοινών απόψεων και πώς να εννοιολογήσουν τη σχέση ανάμεσα στις συλλογικές απόψεις και τις ατομικές στάσεις.
3)Μεταβλητότητα-σε συνάρτηση με το πλαίσιο: Το επόμενο πρόβλημα με την έννοια των στάσεων μοιάζει να είναι παρόμοιο με το παραδοσιακό πρόβλημα στάσης-συμπεριφοράς. Όταν εξετάζει κανείς λεπτομερώς το λόγο των ανθρώπων, βρίσκει ότι χαρακτηρίζεται από σημαντική μεταβλητότητα ως προς τις αξιολογήσεις που περιέχει. Για παράδειγμα, το ίδιο άτομο μπορεί να κάνει έντονα αρνητικά και παράλληλα έντονα θετικά σχόλια για την ίδια μειονοτική ομάδα. Έτσι,δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι αυτές οι αξιολογήσεις είναι εκφράσεις μιας συνεπούς βαθύτερης στάσης.
4)Οι αξιολογήσεις ως δράσεις: Το ζήτημα με τις αξιολογήσεις που ποικίλλουν ανάλογα με το πλαίσιο στο οποίο εκφέρονται μας οδηγεί σε ένα άλλο προβληματικό σημείο της έρευνας των στάσεων: τι ακριβώς κάνουν οι άνθρωποι με τις αξιολογήσεις τους; Η θεωρία των στάσεων δεν ενθάρρυνε ποτέ τους ερευνητές να εξετάσουν πώς χρησιμοποιείται ο αξιολογικός λόγος σε καταστάσεις της πραγματικής ζωής.

Δίλημμα του διακυκεύματος
Ένα από τα στοιχεία της αλληλεπίδρασης είναι ότι στην καθημερνή συνομιλία οι άνθρωποι και οι ομάδες αντιμετωπίζονται σαν οντότητες που έχουν επιθυμίες, κίνητρα κλπ. Θεωρούνται δηλαδή οντότητες που στις πράξεις τους υπάρχει ένα προσωπικό ή θεσμικό διακύβευμα. Αυτή η αίσθηση ότι οι άνθρωποι έχουν συμφέροντα αλλά και ο τρόπος με τον οποίο γίνεται η διαχείρηση αυτών των συμφερόντων είναι έννοιες που συχνά απουσιάζουν από την παραδοσιακή κοινωνικοψυχολογική έρευνα. Η αναφορά στο διακύβευμα κάποιου ατόμου ή ομάδας είναι ένας διαδεδομένος τρόπος ακύρωσης της σημασίας μιας πράξης. Οι Edwards και Potter υποστηρίζουν ότι οι άνθρωποι, σε πολλές περιπτώσεις της καθημερινής τους ζωής μπορεί να βρεθούν αντιμέτωποι με το δίλημμα του διακυβεύματος: οτιδήποτε κι αν πουν ή κάνουν μπορεί να αντικρουστεί ως προϊόν του συμφέροντος που απορρέει από τις πράξεις τους. Οι άνθρωποι διαχειρίζονται αυτό το δίλημμα με διαφορετικούς τρόπους. Το ενδιαφέρον έγκειται στον τρόπο που αντιμετωπίζουν ο ένας τον άλλο ως δράστη με συμφέροντα. Οι Edwards και Potter προτείνουν την εξέταση της συστηματικότητας με την οποία τα υποτιθέμενα διακυβεύματα ή συμφέρονται γίνονται αντικείμενα χειρισμού στο πλαίσιο της αλληλεπίδρασης.

"Εμβόλιο" κατά του διακυβεύματος
Μια θεματική έρευνας είναι η διερεύνηση των τρόπων με τους οποίους οι άνθρωποι κατασκευάζουν αναπαραστάσεις ανθεκτικές στην ακύρωσή τους ως προϊόντα διακυβεύματος. Η δράση μπορεί να υπονομευτεί συσχετίζοντάς την με ένα συμφέρον. Υπάρχουν διάφοροι τρόποι για να αντισταθεί κανείς σ' αυτού του είδους την υπονόμευση: ένας από αυτούς είναι το "εμβόλιο" κατά του διακυβεύματος, το οποίο αποσκοπεί στο να αποτρέψει την υπονόμευση ενός ισχυρισμού με το επιχείρημα ότι είναι προϊόν διακυβεύματος. Το "εμβόλιο" κατά του διακυβεύματος αποτελούν επιδείξεις ανιδιοτέλειας, τοποθετημένες ακριβώς στα σημεία εκείνα όπου το ζήτημα της ανιδιοτέλειας θα μπορούσε να αναδειχτεί ως συναφές ερώτημα.

ΠΕΙΡΑΜΑ SHERIF
Ο Sherif χρησιμοποίησε μια οπτική πλάνη - το αυτοκινητικό φαινόμενο, στο οποίο ένα φωτεινό σταθερό σημείο μοιάζει να κινείται, με στόχο να τοποθετήσει τα αντικείμενα της έρευνας σε μια κατάσταση στην οποία δεν υπήρχε καμία ένδειξη αντικειμενικής πραγματικότητας, κανένα εξωτερικό σημείο αναφοράς και καμία προηγούμενη συναφής εμπειρία τους.
Ανακάλυψε λοιπόν ότι όταν τα υποκείμενα βρίσκονταν σε πειραματική συνθήκη μόνα τους και τους ζητούσαν να υπολογίσουν την κίνηση του φωτεινού σημείου, ανέπτυξαν τις δικές τους χαρακτηριστικές νόρμες και το δικό τους εύρος εκτιμήσεων (προσωπικό πλαίσιο αναφοράς).
Ωστόσο, όταν σε μετέπειτα πειραματική συνθήκη βρίσκονταν μαζί δύο ή τρία υποκείμενα, οι εκτιμήσεις τους άρχισαν να είναι παρόμοιες.
Αυτό ίσως εξηγείται από το γεγονός ότι μερικά άτομα εκφράζουν τις εκτιμήσεις τους με πιο έντονο τρόπο ή πιο γρήγορα, έτσι ώστε οι νόρμες που αναπτύσσονται άλλαζαν κατευθύνσεις και συνέκλιναν προς τις δικές τους κρίσεις, ίσως επειδή τα άτομα αυτά φαίνονταν να είχαν περισσότερη αυτοπεποίθηση και καλύτερη γνώση της κατάστασης.
Ο Sherif επίσης τοποθέτησε μερικά από τα υποκείμενά του πρώτα σε συνθήκη όπου 2 ή 3 άτομα έδιναν τις εκτιμήσεις τους ανεξάρτητα το ένα από το άλλο, αλλά με τους άλλους παρόντες και αργότερα τα τοποθέτησε στην πειραματική αυτή συνθήκη μόνα τους. Αυτό που ανακάλυψε ήταν ότι οι νόρμες και οι εκτιμήσεις που είχαν αναπτυχθεί κατά την "ομαδική" συνθήκη, ακολουθούνταν στενά όταν το υποκείμενο ήταν μόνο του.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ: Αυτή είναι μια παραστατική επίδειξη του τρόπου με τον οποίο οι άνθρωποι καταλήγουν να συντονίζουν τη συμπεριφορά τους μέσα σε κοινωνικές συνθήκες.

ΠΕΙΡΑΜΑ ASCH
Ο Asch ζήτησε από μια ομάδα φοιτητών να υπολογίσουν ποια από τις τρεις άνισες γραμμές που εμφανίζονταν πάνω σε μια κάρτα ταίριαζε με μια σταθερή γραμμή σύγκρισης που βρισκόταν σε μια άλλη κάρτα. Κάθε μέλος της ομάδας ανακοίνωνε δημόσια την κρίση του, χωρίς να επιτρέπεται η συζήτηση μεταξύ των μελών. Στην αρχική σειρά πειραμάτων υπήρχαν 7 συνεργοί οι οποίοι είχαν λάβει την οδηγία να δίνουν τις ίδιες λανθασμένες απαντήσεις και ένα ανυποψίαστο υποκείμενο το οποίο θα ερχόταν σε σύγκρουση ανάμεσα στη δική του αντίληψη και στις ομόφωνες μαρτυρίες μιας ομάδας ομηλίκων.
Η μέτρηση του Asch για την επιρροή των πειραματικών συνεργών ήταν ξεκάθαρη: υπήρξε εμφανής ροπή προς την πλειοψηφούσα άποψη. Η σημασία του ευρύματος αυτού φαίνεται αν το συγκρίνει κανείς με την ουσιαστική απουσία λαθών στην ομάδα ελέγχου, η οποία έδινε τις εκτιμήσεις της γραπτώς.
2 σημεία θα πρέπει να τονιστούν:
1)Σε 12 δοκιμασίες, περίπου τα 2/3 των απαντήσεων ήταν σωστές παρά την πίεση της ομάδας.
2)Υπήρχαν ακραίες ατομικές διαφορές. Το 1/4 των υποκειμένων παρέμειναν ανεξάρτητα στις εκτιμήσεις τους (δήλωσαν ότι βίωναν σύγκρουση, απλώς ήταν πιο ανθεκτικά στην πίεση της ομάδας) το 1/3 των υποκειμένων άλλαξαν τις εκτιμήσεις τους προς την κατεύθυνση της πλειοψηφίας(ίσως ασυνείδητα άλλαξαν τα αντιληπτικά τους δεδομένα, καθώς ισχυρίστηκαν ότι "είδαν" τις γραμμές όπως και οι συνεργοί, κάποιοι πίστεψαν ότι τις αντιλήφθηκαν λάθος και άλλαξαν τις εκτιμήσεις τους και άλλοι υποχώρησαν στην ανάγκη να μην εμφανιστούν διαφορετικοί)
Παράγοντες που επηρέασαν τα αποτελέσματα του Asch:
-χαρακτηριστικά του ερεθίσματος (ασάφεια του έργου)
-δομή της ομάδας (κατά πόσο το άτομο είναι το μοναδικό που παρεκκλίνει στις κρίσεις του και πόσο ικανό είναι να εμμένει σε αυτό)
-ατομικές διαφορές (δεν υπάρχει καθολικός τρόπος με τον οποίο αντιδρούν όλα τα άτομα στις πιέσεις της ομάδας.)
-πολιτισμικές προσδοκίες σχετικά με τη συμμόρφωση τις οποίες εισάγουν στο πείραμα οι συμμετέχοντες μέσα από τις εμπειρίες τους και το σύγχρονό τους κόσμο (π.χ. κατά τη δεκαετία του '70, η κοινή γνώμη ενθάρρυνε την ανεξαρτησία γνώμης και όχι τη συμμόρφωση).

ΠΕΙΡΑΜΑ MILGRAM
Δύο άτομα προσκαλούνταν στο τμήμα ψυχολογίας του πανεπιστημίου, δήθεν για να συμμετάσχουν σε μια μελέτη για τη μάθηση και τη μνήμη, στην οποία θα διερευνούνταν η επίδραση της τιμωρίας στη μάθηση. Στο ένα άτομο (πειραματικός συνεργός) δινόταν ο ρόλος του μαθητή και στο άλλο (ανυποψίαστο υποκείμενο) ο ρόλος του δασκάλου.
Ο δάσκαλος έβλεπε το μαθητή να δένεται σε μια καρέκλα και να του προσκολλάται ένα ηλεκτρόδιο στον καρπό. Μετά ζητούσαν απόο τον δάσκαλο να καθίσει μπροστά σε μια γεννήτρια ηλεκτροσόκ και να κάνει το τεστ στον μαθητή και να του εκπέμπει αυξανόμενης έντασης ηλεκτροσόκ κάθε φορά που ο μαθητής έδινε μια λανθασμένη απάντηση. Καθώς προχωρούσε το πείραμα ακούγονταν (ηχογραφημένες) κραυγές αγωνίας και παρακλήσεις να σταματήσει. Τα πειράματα σκηνοθετήθηκαν πολύ ρεαλιστικά και προκάλεσαν ακραία επίπεδα νευρικής έντασης στα υποκείμενα που συμμετείχαν σε αυτά. Παρά το γεγονός αυτό, πολλά υποκείμενα ήταν πρόθυμα να συνεχίσουν να δρουν σύμφωνα με τις συστάσεις του πειραματιστή αγνοώντας τις εκκλήσεις του θύματος. Στις συνθήκες όπου ο συνεργός και το υποκείμενο ήταν στο ίδιο δωμάτιο, τα άτομα τα οποία ήταν πρόθυμα να υπακούσουν ήταν λιγότερα.

ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ: Το πείραμα αυτό προκάλεσε μεγάλη συζήτηση σχετικά με το πόσο ηθικά αποδεκτό είναι να διεξάγει κανείς έρευνες που βάζουν τα υποκείμενα σε τέτοιες συνθήκες άγχους και πίεσης. Τα αποτελέσματα του πειράματος ήταν δυσάρεστα διότι κατέδειξαν ότι οι καταστάσεις στις οποίες βρίσκονται οι άνθρωποι είναι εκείνες που τους οδηγούν να κάνουν αυτά που κάνουν κι όχι οι προδιαθέσεις τους και τα χαρακτηριστικά προσωπικότητά τους (επιρροή καταστασιακού πλαισίου). Υπήρξαν πολλοί άνθρωποι οι οποίοι, όταν ρωτήθηκαν, απάντησαν ότι δεν θα συμμετείχαν στο πείραμα και ότι δεν πίστευαν ότι υπήρχαν άνθρωποι που δέχτηκαν να πάρουν μέρος. Ωστόσο, 26 από τους 40 άνδρες που συμμετείχαν έφτασαν στο σημείο να δώσουν το μεγαλύτερο επίπεδο ηλεκτροσόκ που υπήρχε στη γεννήτρια. Οι υπόλοιποι 14 σταμάτησαν σε προηγούμενο στάδιο του πειράματος.

Δεν υπάρχουν σχόλια: